- αμνοκών
- ἀμνοκῶν (-οῦντος), ο (Α)αυτός που έχει νου προβάτου, ηλίθιος, κουτορνίθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνὸς + κοῶ «παρατηρώ, ακούω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμνοκῶν — sheep minded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AGNINA — in Gloss. Graeco Lat. ἄρνειον κρέας, apud Annam Comnenam Alexiad. l. 8. p. 230. ἀλλ: ἡλίου ἀνατέλλοντος λύκου ἢἀρνίου κρέας ἐ???όμεθα. Sed Sole oriente lupinam seu agninam comedimus; laudatam Car. du Fresne Glossar. Agnina pellis una cum lana, in … Hofmann J. Lexicon universale
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
ανακώς — ἀνακῶς επίρρ. (Α) 1. επιμελώς, με φροντίδα 2. φρ. «ἀνακῶς ἔχω τινός», φροντίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ἀνακῶς απαντά πάντα σε φράσεις τού τ. ἀνακῶς ἔχειν τινός. Ο τ. δημιουργήθηκε είτε από θ. ἀνακ (ἄναξ «αυτός που επαγρυπνά για κάτι»), άποψη … Dictionary of Greek